-
1 μον-αρχικός
μον-αρχικός, ή, όν, zur Alleinherrschaft gehörig, monarchisch; πολιτεία, Plat. Legg. VI, 756 a; τὸ μοναρχικόν, die monarchische Herrschaft, ib. III, 693 e; ἐξουσίαν ἐλάμβανε μοναρχικωτέραν, Pol. 10, 26, 2, d. i. unumschränktere Gewalt; Plut. Num. 2.
-
2 μοναρχικός
μον-αρχικός, ή, όν, zur Alleinherrschaft gehörig, monarchisch; τὸ μοναρχικόν, die monarchische Herrschaft; ἐξουσίαν ἐλάμβανε μοναρχικωτέραν, unumschränktere Gewalt
См. также в других словарях:
μοναρχικόν — μοναρχικός monarchical masc acc sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… … Dictionary of Greek